ἐναλύουσα

ἐναλύουσα
ἐν-ἀλύω
to be deeply stirred
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναλύω — ἐναλύω (Α) 1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι 2. γλεντοκοπώ, οργιάζω 3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”